- ἐφιππάζομαι
- ἐφιππ-άζομαι,A ride a tilt at,
λόγοις Cratin.358
.2 ride upon,ἐπὶ δελφῖνος Luc.DMar.6.2
; sens. obsc., Artem.1.79.3 abs., ride, Palaeph.52, Jul.Or.2.60a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόγοις Cratin.358
.ἐπὶ δελφῖνος Luc.DMar.6.2
; sens. obsc., Artem.1.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφιππάζομαι — ἐφιππάζομαι (Α) 1. εφορμώ έφιππος, επιτίθεμαι 2. ιππεύω 3. τρέχω έφιππος 4. (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («ἄνωθεν ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππάζομαι] … Dictionary of Greek
ἐφιππαζομένην — ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφιππαζόμενος — ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres part mp masc nom sg ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφιππάζεσθαι — ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres inf mp ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφιππάσασθαι — ἐφιππάζομαι ride a tilt at aor inf mp ἐφιππάζομαι ride a tilt at aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)